- αποψεύδομαι
- ἀποψεύδομαι (Α)1. επινοώ κάτι εντελώς ψευδές2. παθ. διαψεύδομαι σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπεψεύδοντο — ἀποψεύδομαι cheat grossly imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεψεύσθη — ἀποψεύδομαι cheat grossly aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)